Μη σταματάς ποτέ να μαθαίνεις,
γιατί η ζωή δε σταματά
ποτέ να διδάσκει.
Never stop learning, because life never stops teaching.
μαθαίνω (Type A) | learn |
διδάσκω (Type A) | teach |
σταματάω, σταματώ (Type B1) | stop |
Ρήματα, Verbs
μαθαίνω, μαθαίνεις, μαθαίνει, μαθαίνουμε, μαθαίνετε, μαθαίνουν(ε)
διδάσκω, διδάσκεις, διδάσκει, διδάσκουμε, διδάσκετε, διδάσκουν(ε)
σταματάω/-ώ, σταματάς, σταματά, σταματάμε, σταματάτε, σταματάνε
Χρόνοι, Tenses
μαθαίνω, μάθαινα, έμαθα, θα μαθαίνω, θα μάθω, έχω μάθει, είχα μάθει , θα έχω μάθει
διδάσκω, δίδασκα, δίδαξα, θα διδάσκω, θα διδάξω, έχω διδάξει, είχα διδάξει, θα έχω διδάξει
σταματώ, σταματούσα, σταμάτησα, θα σταματώ, θα σταματήσω, έχω σταματήσει, είχα σταματήσει, θα έχω σταματήσει
Η ζωή Life
- η ζωή οι ζωές
- της ζωής των ζωών
- τη ζωή τις ζωές
- – ζωή – ζωές