Οικογένειες λέξεων – word families – Free Post
verb | ρήμα | ουσιαστικό | noun |
work out /exercise | γυµνάζομαι | το γυµναστήριο | gym |
judge | δικάζω | το δικαστήριο | court |
(to) study | σπουδάζω | το σπουδαστήριο | (the) study |
(to) work | δουλεύω | η δουλειά | (the) work |
cure | γιατρεύω | η γιατρειά | cure / healing |
marry | παντρεύω | η παντρειά ο γάμος | marriage |
wake up | ξυπνώ | το ξυπνητήρι | alarm clock |
water the plants | ποτίζω | το ποτιστήρι | watering pot |
dig | σκαλίζω | το σκαλιστήρι | weeder |
noun | ουσιαστικό | ουσιαστικό | noun |
grapevine | το αµπέλι | ο αµπελώνας | vineyard |
stover | το άχυρο | ο αχυρώνας | barn |
stranger | ο ξένος | ο ξενώνας | guest room |
army | ο στρατός | ο στρατώνας | military camp |
bookseller | ο βιβλιοπώλης** | το βιβλιοπωλείο | bookshop |
postman | ο ταχυδρόµος | το ταχυδρομείο | post office |
nurse (male-female) | ο νοσοκόµος η νοσοκόμα | το νοσοκομείο | hospital |
coffee | ο καφές* | το καφενείο η καφετέρια | coffee shop traditional modern |
adjective | επίθετο | ουσιαστικό | noun |
good | ο καλός, η καλή, το καλό | η καλοσύνη | goodness |
right / just | ο δίκαιος, η δίκαιη, το δίκαιο | η δικαιοσύνη | justice |
innocent | ο αθώος, η αθώα, το αθώο | η αθωότητα | innocence |
simple | ο απλός, η απλή, το απλό | η απλότητα | simplicity |
brave | ο γενναίος, η γενναία, το γενναίο | η γενναιότητα | bravery |
acid | ο οξύς, η οξεία, το οξύ | η οξύτητα | acidity |
speedy | ο ταχύς, η ταχεία, το ταχύ | η ταχύτητα | speed |
Πτώσεις cases coffee | Ενικός Αριθμός Singular | Πληθυντικός Αριθμός Plural | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική Nominative | ο | καφές | οι | καφέδες |
Γενική Genitive | του | καφέ | των | καφέδων |
Αιτιατική Accusative | τον | καφέ | τους | καφέδες |
Κλητική Vocative | – | καφέ | – | καφέδες |
Πτώσεις cases bookseller | Ενικός Αριθμός Singular | Πληθυντικός Αριθμός Plural | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική Nominative | ο | βιβλιοπώλης | οι | βιβλιοπώληδες |
Γενική Genitive | του | βιβλιοπώλη | των | βιβλιοπώληδων |
Αιτιατική Accusative | τον | βιβλιοπώλη | τους | βιβλιοπώληδες |
Κλητική Vocative | – | βιβλιοπώλη | – | βιβλιοπώληδες |
ρήματα | verbs | ουσιαστικά | nouns |
---|---|---|---|
τραγουδώ εισπράττω έρχομαι ομιλώ παντρεύω λατρεύω τρίβω κοστίζω δρω εγκαταλείπω πλένω πλέκω γελώ παίζω κυνηγώ ανασαίνω κολυμπώ φορτώνω ξυπνώ ανεμίζω γράφω δικάζω θεραπεύω σχεδιάζω αποβάλλω | sing receive money come speak marry worship/adore brush/grate cost act abandon wash knit laugh play hunt breathe swim load wake up flap write judge treat design expel/miscarry | το τραγούδι η είσπραξη ο ερχομός η ομιλία η παντρειά η λατρεία το τρίψιμο το κόστος η δράση η εγκατάλειψη το πλύσιμο το πλέξιμο το γέλιο το παιχνίδι το κυνήγι η ανάσα το κολύμπι το φόρτωμα το ξυπνητήρι ο ανεμιστήρας το γραφείο το δικαστήριο η θεραπεία το σχέδιο η αποβολή | song collection, gahering of money coming speech marriage worship/adoration rub cost action abandonment wash knitting laughing toy/playing hunting breath swimming loading alarm fan office court treatment design expelsion/miscarriage |