
Ο καιρός – weather
Πτώσεις cases weather | Ενικός Αριθμός Singular | Πληθυντικός Αριθμός Plural | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική Nominative | ο | καιρός | οι | καιροί |
Γενική Genitive | του | καιρού | των | καιρών |
Αιτιατική Accusative | τον | καιρό | τους | καιρούς |
Κλητική Vocative | – | καιρέ | – | καιροί |
ο καιρός = the weather |
---|
η θερμοκρασία = temperature ο άνεμος / ο αέρας = wind ο ήλιος = sun η βροχή = rain το χιόνι = snow υψηλός, υψηλή, υψηλό = high μέτριος, μέτρια, μέτριο = medium χαμηλός, χαμηλή, χαμηλό = low δυνατός, δυνατή, δυνατό = strong σιγανός, σιγανή, σιγανό = light η λιακάδα = sunshine ηλιόλουστος, ηλιόλουστη, ηλιόλουστο = sunny η συννεφιά = cloudiness συννεφιασμένος, συννεφιασμένη, συννεφιασμένο = cloudy |
η πρόγνωση / πρόβλεψη του καιρού weather forecast |
ο μετεωρολόγος = meteorologist, weather forecaster η μετεωρολογική υπηρεσία |
weather expressions εκφράσεις με τον καιρό |
---|
έχει ο καιρός γυρίσματα : η ζωή έχει πολλές μεταβολές κι εκπλήξεις, ευχάριστες ή δυσάρεστες |
life is full of twists and turns life moves in circles |
καιρός φέρνει τα λάχανα , καιρός τα παραπούλια : καθετί συμβαίνει την κατάλληλη στιγμή |
all things come in time |
κάθε πράγμα στον καιρό του : για καθετί υπάρχει η κατάλληλη χρονική στιγμή για να πραγματοποιηθεί |
cross your bridges when you come to them / all in good time |
μια φορά κι έναν καιρό = κάποτε ( στερεότυπη φράση με την οποία αρχίζουν τα παραμύθια ) |
once upon a time |
ο καιρός είναι γιατρός: με το πέρασμα του χρόνου κάθε ψυχικός πόνος μειώνεται |
time is a healer |
περνάω τον καιρό μου : ασχολούμαι με κάτι |
I spend my time |
του καλού καιρού : πάρα πολύ / πολύ βαθιά π.χ κοιμάται του καλού καιρού |
sleeping deeply, sound asleep |