To have - have got - έχω
Το ρήμα έχω – The verb to have
Το ρήμα έχω - The verb to have
Έχω – have
Έχω - have - tenses - χρόνοι
Παίρνω, μαθαίνω, θέλω, πηγαίνω/πάω, μένω, μπορώ, είμαι, έχω
Παίρνω, μαθαίνω, θέλω, πηγαίνω/πάω, μένω, μπορώ, είμαι, έχω : take, learn, want, go, stay/live, can, be, have
Έχω, Θέλω + ουσιαστικό (αιτιατική)
Έχω, Θέλω + ουσιαστικό (αντικείμενο, αιτιατική) / I have, I want + noun (object, accusative) ΟνομαστικήNominative dogcatcanarysofafriend masc.friend fem.brothersisterwalletshophouserubberfridgedresstrousersskirt ο σκύλοςη γάτατο καναρίνιο καναπέςο φίλοςη […]