-(ή)μισι – μισός, μισή, μισό – half ½
Μίσος (noun) μισός (adjective) μισώ (verb) μισό (adjective)
μίσος(noun) μισός(adjective)
μισώ(verb) μισό(adjective)
-(ή)μισι – μισός, μισή, μισό – half ½
μίσος(noun) μισός(adjective)
μισώ(verb) μισό(adjective)