Σπάζω - σπάω,-ώ (break), Greek idioms, ιδιωματισμοί
Διακοπή, διακόπτω
Η διακοπή when something pauses…
διακόπτω to pause something
διακόπτομαι something is paused.
Σπάζω - σπάω,-ώ (break), Greek idioms, ιδιωματισμοί
Η διακοπή when something pauses…
διακόπτω to pause something
διακόπτομαι something is paused.