Διακοπή, διακόπτω

Διακοπή, διακόπτω – pause

η διακοπή when something pauses...
διακόπτω to pause something
διακόπτομαι something is paused


Χριστουγεννιάτικες διακοπές
Christmas holidays

Διακόπτω την εργασία μου και ξεκουράζομαι.
(I pause my job and rest.)
I take a break.
Κάνω ένα διάλειμμα.
break/ a break from discussions
η διακοπή των συζητήσεων...
pause
disconnection
disruption/ after the disruption
μετά τη διακοπή...
outage/ the outage lasted 4 hours
η διακοπή διήρκησε τέσσερις ώρες
termination/ the termination of the agreement
η διακοπή της συμφωνίας
interruption/ an interruption on our Internet
διακοπή του ιντερνετ μας (το διαδίκτυο)
rest/ when driving a rest every 2 hours is recommended
κατά την οδήγηση, προτείνεται/συνιστάται
η διακοπή (οδήγησης) κάθε δύο ώρες
power failure/ διακοπή ρεύματος
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
διακόπτω
διέκοπτα
διέκοψα
θα διακόπτω
θα διακόψω
έχω διακόψει
είχα διακόψει
θα έχω διακόψει

διακόπτοντας


διακόπτομαι
διακοπτόμουν(α)
διακόπηκα
θα διακόπτομαι
θα διακοπώ
έχω διακοπεί
είχα διακοπεί
θα έχω διακοπεί

διακεκομμένος
διακεκομμένη
διακεκομμένο

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *