Τι κάνω στο σαλόνι; – What am I doing in the living room?

Τι κάνω στο σαλόνι; – What am I doing in the living room?

Ενεστώτας
Present
Παρατατικός
Imperfect
Past Cont.
Αόριστος
Simple Past
είμαι
είσαι
είναι
είμαστε
είστε
είναι
ήμουν
ήσουν
ήταν
ήμασταν
ήσασταν
ήταν
ήμουν
ήσουν
ήταν
ήμασταν
ήσασταν
ήταν
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας
Future Cont.
Συνοπτικός
Μέλλοντας
Simple Future
θα είμαιθα είμαι
Παρακείμενος
Present Perfect
Υπερσυντέλικος
Past Perfect
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας
Future Perfect
Ενεστώτας
Present
Παρατατικός
Imperfect
Past Cont.
Αόριστος
Simple Past
ξαπλώνω
ξαπλώνεις
ξαπλώνει
ξαπλώνουμε
ξαπλώνετε
ξαπλώνουν
(ξαπλώνουνε)
ξάπλωνα
ξάπλωνες
ξάπλωνε
ξαπλώναμε
ξαπλώνατε
ξάπλωναν
(ξαπλώναμε)
ξάπλωσα
ξάπλωσες
ξάπλωσε
ξαπλώσαμε
ξαπλώσατε
ξάπλωσαν
(ξαπλώσανε)
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας
Future Cont.
Συνοπτικός
Μέλλοντας
Simple Future
θα ξαπλώνω
θα ξαπλώνεις
θα ξαπλώνει
θα ξαπλώνουμε
θα ξαπλώνετε
θα ξαπλώνουν
θα (ξαπλώνουνε)
θα ξαπλώσω
θα ξαπλώσεις
θα ξαπλώσει
θα ξαπλώσουμε
θα ξαπλώσετε
θα ξαπλώνουν
(θα ξαπλώνουνε)
Παρακείμενος
Present Perfect
Υπερσυντέλικος
Past Perfect
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας
Future Perfect
έχω ξαπλώσει
έχεις ξαπλώσει
έχει ξαπλώσει
έχουμε ξαπλώσει
έχετε ξαπλώσει
έχουν ξαπλώσει
είχα ξαπλώσει
είχες ξαπλώσει
είχε ξαπλώσει
είχαμε ξαπλώσει
είχατε ξαπλώσει
είχαν ξαπλώσει
θα έχει ξαπλώσει
θα έχεις ξαπλώσει
θα έχει ξαπλώσει
θα έχουμε ξαπλώσει
θα έχετε ξαπλώσει
θα έχουν ξαπλώσει
Ενεστώτας
Present
Παρατατικός
Imperfect
Past Cont.
Αόριστος
Simple Past
ξαπλώνω
ξαπλώνεις
ξαπλώνει
ξαπλώνουμε
ξαπλώνετε
ξαπλώνουν
(ξαπλώνουνε)
ξάπλωνα
ξάπλωνες
ξάπλωνε
ξαπλώναμε
ξαπλώνατε
ξάπλωναν
(ξαπλώναμε)
ξάπλωσα
ξάπλωσες
ξάπλωσε
ξαπλώσαμε
ξαπλώσατε
ξάπλωσαν
(ξαπλώσανε)
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας
Future Cont.
Συνοπτικός
Μέλλοντας
Simple Future
θα ξαπλώνω
θα ξαπλώνεις
θα ξαπλώνει
θα ξαπλώνουμε
θα ξαπλώνετε
θα ξαπλώνουν
θα (ξαπλώνουνε)
θα ξαπλώσω
θα ξαπλώσεις
θα ξαπλώσει
θα ξαπλώσουμε
θα ξαπλώσετε
θα ξαπλώνουν
(θα ξαπλώνουνε)
Παρακείμενος
Present Perfect
Υπερσυντέλικος
Past Perfect
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας
Future Perfect
έχω ξαπλώσει
έχεις ξαπλώσει
έχει ξαπλώσει
έχουμε ξαπλώσει
έχετε ξαπλώσει
έχουν ξαπλώσει
είχα ξαπλώσει
είχες ξαπλώσει
είχε ξαπλώσει
είχαμε ξαπλώσει
είχατε ξαπλώσει
είχαν ξαπλώσει
θα έχει ξαπλώσει
θα έχεις ξαπλώσει
θα έχει ξαπλώσει
θα έχουμε ξαπλώσει
θα έχετε ξαπλώσει
θα έχουν ξαπλώσει
Ενεστώτας
Present
Παρατατικός
Imperfect
Past Cont.
Αόριστος
Simple Past
κοιμάμαι
κοιμάσαι
κοιμάται
κοιμόμαστε
κοιμάστε
κοιμούνται
κοιμόμουν
κοιμόσουν
κοιμόταν
κοιμόμασταν
κοιμόσασταν
κοιμόνταν
κοιμήθηκα
κοιμήθηκες
κοιμήθηκε
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας
Future Cont.
Συνοπτικός
Μέλλοντας
Simple Future
θα κοιμάμαι
θα κοιμάσαι
θα κοιμάται
θα κοιμόμαστε
θα κοιμάστε
θα κοιμούνται
θα κοιμηθώ
θα κοιμηθείς
θα κοιμηθεί
θα κοιμηθούμε
θα κοιμηθείτε
θα κοιμηθούν(ε)
Παρακείμενος
Present Perfect
Υπερσυντέλικος
Past Perfect
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας
Future Perfect
έχω κοιμηθεί
έχεις κοιμηθεί
έχει κοιμηθεί
έχουμε κοιμηθεί
έχετε κοιμηθεί
έχουν κοιμηθεί
είχα κοιμηθεί
είχες κοιμηθεί
είχε κοιμηθεί
είχαμε κοιμηθεί
είχατε κοιμηθεί
είχαν κοιμηθεί
θα έχει κοιμηθεί
θα έχεις κοιμηθεί
θα έχει κοιμηθεί
θα έχουμε κοιμηθεί
θα έχετε κοιμηθεί
θα έχουν κοιμηθεί

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *