Traffic lights – Tenses – Moods

ρήματα, verbs

Traffic lights – Tenses – Moods

Present Indicative
Οριστική Ενεστώτα
Past Imperative
(Προστακτική Αορίστου)
Συνοπτική Προστακτική
σταματάω, -ώσταμάτα
σταματήστε
ξεκινάω, -ώξεκίνα
ξεκινήστε
οδηγάω, -ώοδήγα
οδηγήστε
ετοιμάζομαιετοιμάσου
ετοιμαστήστε
συνεχίζωσυνέχισε
συνεχίστε
Active Voice
Type B1
stop
PresentImperfectSimple PastFuture ContinuousSimple Future
σταματάω, -ώ
σταματάς
σταματάει,
(σταματά)
σταματάμε,
(σταματούμε)
σταματάτε
σταματάνε,
(σταματούν(ε))
σταματούσα
σταματούσες
σταματούσε

σταματούσαμε

σταματούσατε
σταματούσαν
σταμάτησα
σταμάτησες
σταμάτησε

σταματήσαμε

σταματήσατε
σταμάτησαν
θα σταματάω
θα σταματάς
θα σταματάει

θα σταματάμε

θα σταματάτε
θα σταματάνε
θα σταματήσω
θα σταματήσεις
θα σταματήσει

θα σταματήσουμε

θα σταματήσετε
θα σταματήσουν
Present PerfectPast PerfectFuture PerfectConditional
έχω σταματήσει
έχεις σταματήσει
έχει σταματήσει
έχουμε σταματήσει
έχετε σταματήσει
έχουν σταματήσει
είχα σταματήσει
είχες σταματήσει
είχε σταματήσει
είχαμε σταματήσει
είχατε σταματήσει
είχαν σταματήσει
θα έχω σταματήσει
θα έχεις σταματήσει
θα έχει σταματήσει
θα έχουμε σταματήσει
θα έχετε σταματήσει
θα έχουν σταματήσει
θα σταματούσα
θα σταματούσες
θα σταματούσε
θα σταματούσαμε
θα σταματούσατε
θα σταματούσαν
Active Voice
Type B1
start, begin
PresentImperfectSimple PastFuture ContinuousSimple Future
ξεκινάω, -ώξεκινούσαξεκίνησαθα ξεκινάω
θα ξεκινήσω
Present PerfectPast PerfectFuture PerfectConditional
έχω ξεκινήσειείχα ξεκινήσειθα έχω ξεκινήσειθα ξεκινούσα
Active Voice
Type B1
drive
PresentImperfectSimple PastFuture ContinuousSimple Future
οδηγάω, -ώοδηγούσαοδήγησαθα οδηγάω
θα οδηγήσω
Present PerfectPast PerfectFuture PerfectConditional
έχω οδηγήσειείχα οδηγήσειθα έχω οδηγήσειθα οδηγούσα
Passive Voice
Type A
get ready
PresentImperfectSimple PastFuture ContinuousSimple Future
ετοιμάζομαι
ετοιμάζεσαι
ετοιμάζεται
ετοιμαζόμαστε
ετοιμάζεστε
ετοιμάζονται
ετοιμαζόμουν
ετοιμαζόσουν
ετοιμαζόταν
ετοιμαζόμασταν
ετοιμαζόσασταν
ετοιμάζονταν
ετοιμάστηκα
ετοιμάστηκες
ετοιμάστηκε
ετοιμαστήκαμε
ετοιμαστήκατε
ετοιμάστηκαν
θα ετοιμάζομαι
θα ετοιμάζεσαι
θα ετοιμάζεται
θα ετοιμαζόμαστε
θα ετοιμάζεστε
θα ετοιμάζονται
θα ετοιμαστώ
θα ετοιμαστείς
θα ετοιμαστεί
θα ετοιμαστούμε
θα ετοιμαστείτε
θα ετοιμαστούν
Present PerfectPast PerfectFuture PerfectConditional
έχω ετοιμαστεί
έχεις ετοιμαστεί
έχει ετοιμαστεί
έχουμε ετοιμαστεί
έχετε ετοιμαστεί
έχουν ετοιμαστεί
είχα ετοιμαστεί
είχες ετοιμαστεί
είχε ετοιμαστεί
είχαμε ετοιμαστεί
είχατε ετοιμαστεί
είχαν ετοιμαστεί
θα έχω ετοιμαστεί
θα έχεις ετοιμαστεί
θα έχει ετοιμαστεί
θα έχουμε ετοιμαστεί
θα έχετε ετοιμαστεί
θα έχουν ετοιμαστεί
θα ετοιμαζόμουν
θα ετοιμαζόσουν
θα ετοιμαζόταν
θα ετοιμαζόμασταν
θα ετοιμαζόσασταν
θα ετοιμάζονταν
Active Voice
Type A
carry on
PresentImperfectSimple PastFuture ContinuousSimple Future
συνεχίζω
συνεχίζεις
συνεχίζει
συνεχίζουμε
συνεχίζετε
συνεχίζουν(ε)
συνέχιζα
συνέχιζες
συνέχιζε
συνεχίζαμε
συνεχίζατε
συνέχιζαν
συνέχισα
συνέχισες
συνέχισε
συνεχίσαμε
συνεχίσατε
συνέχισαν
θα συνεχίζω
θα συνεχίζεις
θα συνεχίζει
θα συνεχίζουμε
θα συνεχίζετε
θα συνεχίζουν(ε)
θα συνεχίσω
θα συνεχίσεις
θα συνεχίσει
θα συνεχίσουμε
θα συνεχίσετε
θα συνεχίσουν(ε)
Present PerfectPast PerfectFuture PerfectConditional
έχω συνεχίσει
έχεις συνεχίσει
έχει συνεχίσει
έχουμε συνεχίσει
έχετε συνεχίσει
έχουν συνεχίσει
είχα συνεχίσει
είχες συνεχίσει
είχε συνεχίσει
είχαμε συνεχίσει
είχατε συνεχίσει
είχαν συνεχίσει
θα έχω συνεχίσει
θα έχεις συνεχίσει
θα έχει συνεχίσει
θα έχουμε συνεχίσει
θα έχετε συνεχίσει
θα έχουν συνεχίσει
θα συνέχιζα
θα συνέχιζες
θα συνέχιζε
θα συνεχίζαμε
θα συνεχίζατε
θα συνέχιζαν

Active Voice
Type B1
stop
Present SubjunctivePast Subjunctive
να σταματάω, -ώ
να σταματάς
να σταματάει, να σταματά
να σταματάμε, να σταματούμε
να σταματάτε
να σταματάνε, σταματούν(ε)
να σταματήσω
να σταματήσεις
να σταματήσει
να σταματήσουμε
να σταματήσετε
να σταματήσουν
να έχω σταματήσει
να έχεις σταματήσει
να έχει σταματήσει
να έχουμε σταματήσει
να έχετε σταματήσει
να έχουν σταματήσει
Active Voice
Type B1
start, begin
Present SubjunctivePast Subjunctive
να ξεκινάω, -ώνα ξεκινήσωνα έχω ξεκινήσει
Active Voice
Type B1
drive
Present SubjunctivePast Subjunctive
να οδηγάω, -ώνα οδηγήσωνα έχω οδηγήσει
Passive Voice
Type A
get ready
Present SubjunctivePast Subjunctive
να ετοιμάζομαι
να ετοιμαστώ
να ετοιμαστείς
να ετοιμαστεί
να ετοιμαστούμε
να ετοιμαστείτε
να ετοιμαστούν(ε)
να έχω ετοιμαστεί
Active Voice
Type Α
carry on
Present SubjunctivePast Subjunctive
να συνεχίζωνα συνεχίσωνα έχω συνεχίσει
Present Indicative
Οριστική Ενεστώτα
Present Participle
σταματάω, -ώσταματώντας
ξεκινάω, -ώξεκινώντας
οδηγάω, -ώοδηγώντας
ετοιμάζομαι
συνεχίζωσυνεχίζοντας
Present Indicative
Οριστική Ενεστώτα
Past Participle
σταματάω, -ώσταματημένος, σταματημένη, σταματημένο
ξεκινάω, -ώ
οδηγάω, -ώοδηγημένος, οδηγημένη, οδηγημένο
ετοιμάζομαιετοιμασμένος, ετοιμασμένη, ετοιμασμένο
συνεχίζωσυνεχιζόμενος, συνεχιζόμενη, συνεχιζόμενο
If you enjoyed this article, please share it with your friends!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *