preposition + βάλλω
Present ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ Οριστική | Simple Past ΑΟΡΙΣΤΟΣ Οριστική | |
---|---|---|
postpone expel vilify, defame wear down – overtire switch over enclose insult contribute exaggerate – overdo | αναβάλλω αποβάλλω διαβάλλω καταβάλλω μεταβάλλω περιβάλλω προσβάλλω συμβάλλω υπερβάλλω | ανέβαλα απέβαλα διέβαλα κατέβαλα μετέβαλα περιέβαλα πρόσβαλα συνέβαλα υπερέβαλα |
insult | προσβάλλω | πρόσβαλα – προσέβαλα |
Υποτακτική Εξακολουθητική Present Subjunctive | Υποτακτική Συνοπτική Past Subjunctive | |
να αναβάλλω να αποβάλλω να διαβάλλω να καταβάλλω να μεταβάλλω να περιβάλλω να προσβάλλω να συμβάλλω να υπερβάλλω | να αναβάλω να αποβάλω να διαβάλω να καταβάλω να μεταβάλω να περιβάλω να προσβάλω να συμβάλω να υπερβάλω | |
Προστακτική Ενεστώτα Present Imperative | Προστακτική Αορίστου Past Imperative | |
ανάβαλλε αναβάλλετε | ανάβαλε αναβάλετε | |
απόβαλλε αποβάλλετε | απόβαλε αποβάλετε | |
διάβαλλε διαβάλλετε | διάβαλε διαβάλετε | |
κατάβαλλε καταβάλλετε | κατάβαλε καταβάλετε | |
μετάβαλλε μεταβάλλατε | μετάβαλε μεταβάλετε | |
περίβαλλε περιβάλλετε | περίβαλε περιβάλετε | |
πρόσβαλλε προσβάλλετε | πρόσβαλε προσβάλετε | |
σύμβαλλε συμβάλλετε | σύμβαλε συμβάλετε | |
υπέρβαλλε υπερβάλλετε | υπέρβαλε υπερβάλετε |