Γνωρίζω – Γνωρίζομαι ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗACTIVE VOICEΟΡΙΣΤΙΚΗΟΡΙΣΤΙΚΗΟΡΙΣΤΙΚΗΕΝΕΣΤΩΤΑΣΑΟΡΙΣΤΟΣΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣΜΕΛΛΟΝΤΑΣγνωρίζωγνώρισαθα γνωρίσωγνωρίζειςγνώρισεςθα γνωρίσειςγνωρίζειγνώρισεθα γνωρίσειγνωρίζουμεγνωρίσαμεθα γνωρίσουμεγνωρίζετεγνωρίσατεθα γνωρίσετεγνωρίζουν(ε)γνώρισανθα γνωρίσουν ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗPASSIVE VOICEΟΡΙΣΤΙΚΗΟΡΙΣΤΙΚΗΟΡΙΣΤΙΚΗΕΝΕΣΤΩΤΑΣΑΟΡΙΣΤΟΣΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣΜΕΛΛΟΝΤΑΣγνωρίζομαιγνωρίστηκαθα γνωριστώγνωρίζεσαιγνωρίστηκεςθα γνωριστείςγνωρίζεταιγνωρίστηκεθα γνωριστείγνωριζόμαστεγνωριστήκαμεθα γνωριστούμεγνωρίζεστεγνωριστήκατεθα γνωριστείτεγνωρίζονταιγνωρίστηκανθα γνωριστούνγνωρίζω κάποιον, κάτι I know…