(Υπάρχω)/υπάρχει/δεν υπάρχει/υπάρχουν/δεν υπάρχουν. There is/there isn’t/ there are/there aren’t
there is > υπάρχει |
there are > υπάρχουν |
there isn’t > δεν υπάρχει |
there aren’t > δεν υπάρχουν |
is there? > υπάρχει; |
are there? > υπάρχουν; |
I’ve got some...>έχω λίγα |
I haven’t got any…>δεν έχω καθόλου |
Υπάρχει λίγο τυρί στο ψυγείο. There is some cheese in the fridge. |
Δεν υπάρχει καθόλου τυρί στο ψυγείο. There is no cheese in the fridge. |
Δεν υπάρχει καθόλου τυρί στο ψυγείο. There is no cheese in the fridge. |
Υπάρχουν μερικές ντομάτες στο καλάθι. There are some tomatoes in the basket. |
Δεν υπάρχουν καθόλου ντομάτες στο καλάθι. There are no tomatoes in the basket. |
Υπάρχουν καθόλου ντομάτες στο καλάθι; Are there any tomatoes in the basket? |
Έχω λίγα λεφτά στο πορτοφόλι μου. I have got some money in my wallet. |
Έχεις καθόλου λεφτά στο πορτοφόλι σου; Have you got any money in your wallet? |
Έχεις λίγο χρόνο; |
Αυτός δεν έχει λεφτά. |
Υπάρχουν άνθρωποι στην πλατεία; |
Υπάρχει καθόλου λεμονάδα στο ψυγείο; |
Write the sentences in English in a comment below. |
το τυρί > τα τυριά το ψυγείο > τα ψυγεία η ντομάτα > οι ντομάτες το καλάθι > τα καλάθια το πορτοφόλι > τα πορτοφόλια η πλατεία > οι πλατείες το χρήμα > τα χρήματα = τα λεφτά ο άνθρωπος > οι άνθρωποι η λεμονάδα > οι λεμονάδες | cheese fridge tomato basket wallet town square money man, human, people lemonade |
ΟΡΙΣΤΙΚΗ-INDICATIVE Type A Active Voice
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ PRESENT | ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ IMPERFECT | ΑΟΡΙΣΤΟΣ SIMPLE PAST |
---|---|---|
υπάρχω | υπήρχα | υπήρξα |
υπάρχεις | υπήρχες | υπήρξες |
υπάρχει | υπήρχε | υπήρξε |
υπάρχουμε | υπήρχαμε | υπήρξαμε |
υπάρχετε | υπήρχατε | υπήρξατε |
υπάρχουν(ε) | υπήρχαν/ υπήρχανε | υπήρξαν/ υπήρξανε |
ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ FUTURE CONTINUOUS | ΣΤΙΓΜΙΑΙΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ SIMPLE FUTURE | ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ FUTURE PERFECT |
---|---|---|
θα υπάρχω | θα υπάρξω | θα έχω υπάρξει |
θα υπάρχεις | θα υπάρξεις | θα έχεις υπάρξει |
θα υπάρχει | θα υπάρξει | θα έχει υπάρξει |
θα υπάρχουμε | θα υπάρξουμε | θα έχουμε υπάρξει |
θα υπάρχετε | θα υπάρξετε | θα έχετε υπάρξει |
θα υπάρχουν(ε) | θα υπάρξουν(ε) | θα έχουν υπάρξει |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ PRESENT PERFECT | ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ PAST PERFECT |
---|---|
έχω υπάρξει | είχα υπάρξει |
έχεις υπάρξει | είχες υπάρξει |
έχει υπάρξει | είχε υπάρξει |
έχουμε υπάρξει | είχαμε υπάρξει |
έχετε υπάρξει | είχατε υπάρξει |
έχουν(ε) υπάρξει | είχαν(ε) υπάρξει |
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ – SUBJUNCTIVE
ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΗ PRESENT | ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ PAST | ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΗ PERFECT |
---|---|---|
να υπάρχω | να υπάρξω | να έχω υπάρξει |
να υπάρχεις | να υπάρξεις | να έχεις υπάρξει |
να υπάρχει | να υπάρξει | να έχει υπάρξει |
να υπάρχουμε | να υπάρξουμε | να έχουμε υπάρξει |
να υπάρχετε | να υπάρξετε | να έχετε υπάρξει |
να υπάρχουν(ε) | να υπάρχουν(ε) | να έχουν υπάρξει |
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ PRESENT PARTICIPLE
υπάρχοντας |