Past Participles
Αγαπημένος, -η, -ο (favourite, darling, beloved)
Αγαπημένος, -η, -ο (favourite, darling, beloved)
Δυσαρεστημένος, -η, ο – Displeased
Δυσαρεστημένος, -η, ο - Displeased
Ευτυχισμένος, –η, –ο – Happy
Ευτυχισμένος, -η, -ο - Happy
Είμαι κουρασμένος, -η, -ο – I am tired (male, female, neuter)
Είμαι κουρασμένος, -η, -ο - I am tired (male, female, neuter)