I go to work everyday.
Πηγαίνω στη δουλειά κάθε μέρα (καθημερινά).
Κάθε μέρα πηγαίνω στη δουλειά.
Παίρνω, μαθαίνω, θέλω, πηγαίνω/πάω, μένω, μπορώ, είμαι, έχω
Παίρνω, μαθαίνω, θέλω, πηγαίνω/πάω, μένω, μπορώ, είμαι, έχω : take, learn, want, go, stay/live, can, be, have