The hairdresser – the hair salon

The hairdresser – the hair salon

ο κουρέας, οι κουρείς = ο μπαρμπέρης, οι μπαρμπέρηδες

ο κομμωτής, οι κομμωτές

η κομμώτρια, οι κομμώτριες

το κουρείο, τα κουρείς

το κομμωτήριο, τα κομμωτήρια

το κούρεμα, τα κουρέματα

θέλω κούρεμα = I need a haircut (θέλω here has the meaning that I need)

χρειάζομαι κούρεμα = I need a haircut

πρέπει να κουρευτώ = I must have a haircut

θέλω να κουρευτώ = I want to get a haircut

NOMINATIVEοκουρέαςοικουρείς
GENITIVEτουκουρέατωνκουρέων
ACCUSATIVEτονκουρέατουςκουρείς
VOCATIVEκουρέακουρείς
NOMINATIVEοκομμωτήςοικομμωτές
GENITIVEτουκομμωτήτωνκομμωτών
ACCUSATIVEτονκομμωτήτουςκομμωτές
VOCATIVEκομμωτήκομμωτές
NOMINATIVEομπαρμπέρηςοιμπαρμπέρηδες
GENITIVEτουμπαρμπέρητωνμπαρμπέρηδων
ACCUSATIVEτονμπαρμπέρητουςμπαρμπέρηδες
VOCATIVEμπαρμπέρημπαρμπέρηδες
NOMINATIVEηκομμώτριαοικομμώτριες
GENITIVEτηςκομμώτριαςτωνκομμωτριών
ACCUSATIVEτηνκομμώτριατιςκομμώτριες
VOCATIVEκομμώτριακομμώτριες
NOMINATIVEτοκομμωτήριοτακομμωτήρια
GENITIVEτουκομμωτηρίουτωνκομμωτηρίων
ACCUSATIVEτοκομμωτήριοτακομμωτήρια
VOCATIVEκομμωτήριοκομμωτήρια
NOMINATIVEτοκουρείοτακουρεία
GENITIVEτουκουρείουτωνκουρείων
ACCUSATIVEτοκουρείοτακουρεία
VOCATIVEκουρείοκουρεία

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *