Τι δουλειά κάνεις; What do you do?
Τι δουλειά κάνεις; Ποιο είναι το επάγγελμά σου; Με τι ασχολείσαι; What do you do for a living? (What job do you do?) What is your occupation? (What is your job?) Είμαι δάσκαλος / δασκάλα, (teacher masc./ fem. in primary school) καθηγητής / καθηγήτρια, ( >> in high-school, university) γιατρός, δικηγόρος, (doctor, lawyer) τραγουδιστής / τραγουδίστρια, (singer masc. / fem.) ηθοποιός, (actor, actress) λογιστής / λογίστρια, (accountant masc. / fem.) φαρμακοποιός, επιχειρηματίας, δημόσιος υπάλληλος, pharmacist, businessman, public servant πωλητής, πωλήτρια, (seller masc. / fem.) υπάλληλος, (clerk, attendant) υπάλληλος τράπεζας, (bank clerk) έχω μαγαζί, (I have a shop) (run a business) |
noun η δουλειά >verb δουλεύω noun η ασχολία >verb ασχολούμαι noun η εργασία >verb εργάζομαι η δουλειά > οι δουλειές η ασχολία > οι ασχολίες η εργασία > η εργασίες το επάγγελμα > τα επαγγέλματα |
Πού δουλεύεις; Where do you work? Πού εργάζεσαι; Where do you work? Δουλεύω, εργάζομαι σε ένα μαγαζί (in a shop), σε μια εταιρία (in a company), από το σπίτι (from home) |
ο υπάλληλος, η υπάλληλος clerk, employee ο φαρμακοποιός, η φαρμακοποιός pharmacist ο ηθοποιός, η ηθοποιός actor, actress ο δικηγόρος, η δικηγόρος lawyer ο γιατρός, η γιατρός doctor ο ζωγράφος, η ζωγράφος painter ο μηχανικός, η μηχανικός mechanic ο επιχειρηματίας, η επιχειρηματίας businessman |
ο ποιητής, η ποήτρια poet ο δάσκαλος, η δασκάλα teacher ο καθηγητής, η καθηγήτρια teacher ο τραγουδιστής, η τραγουδίστρια singer ο λογιστής, η λογίστρια accountant ο αναλυτής, η αναλύτρια analyst |
ο άνεργος, η άνεργη unemployed η ανεργία unemployment |
ασχολούμαι = do for a living, be occupied with, deal with, be concern myself with, be committed, get involved with Μην ασχολείσαι = Ξέχνα το = Don’t bother, stop thinking about it, forget about it |
insurance agent advertiser interpreter translator programmer bank clerk | ο ασφαλιστής ο διαφημιστής ο διερμηνέας ο μεταφραστής ο προγραμματιστής ο τραπεζικός υπάλληλος | η ασφαλίστρια η διαφημίστρια η διερμηνέας η μεταφράστρια η προγραμματίστρια η τραπεζικός υπάλληλος |
police officer fireman port officer forest ranger guard traffic policeman | ο αστυνομικός ο πυροσβέστης ο λιμενικός ο δασοφύλακας ο φύλακας ο τροχονόμος | η αστυνομικός / αστυνομικίνα η πυροσβέστης η λιμενικός η δασοφύλακας η φύλακας η τροχονόμος |
doctor nurse medical attendant surgeon an(a)esthesiologist microbiologist paediatrician orthopaedist general practitioner dentist pharmacist optician vet physiotherapist | ο γιατρός ο νοσοκόμος ο νοσηλευτής ο χειρουργός ο αναισθησιολόγος ο μικροβιολόγος ο παιδίατρος ο ορθοπεδικός ο παθολόγος ο οδοντίατρος ο φαρμακοποιός ο οφθαλμίατρος ο κτηνίατρος ο φυσιοθεραπευτής | η γιατρός / γιατρίνα η νοσοκόμα η νοσηλεύτρια η χειρουργός η αναισθησιολόγος η μικροβιολόγος η παιδίατρος η ορθοπεδικός η παθολόγος η οδοντίατρος η φαρμακοποιός η οφθαλμίατρος η κτηνίατρος η φυσιοθεραπεύτρια |
model clothes designer stylist | το φωτομοντέλο = μανεκέν ο σχεδιαστής ρούχων ο στυλίστας | το φωτομοντέλο = μανεκέν η σχεδιάστρια ρούχων η στυλίστρια |
cleaning lady house maid dustman street cleaner maid service | ο – ο – ο σκουπιδιάρης, εργάζεται σε απορριματοφόρο ο οδοκαθαριστής το συνεργείο καθαρισμού | η καθαρίστρια η οικιακή βοηθός η – η οδοκαθαρίστρια |
kindergarten teacher teacher in primary school teacher in high school and in university philologist mathematician sports teacher | ο νηπιαγωγός ο δάσκαλος ο καθηγητής ο φιλόλογος ο μαθηματικός ο γυμναστής | η νηπιαγωγός η δασκάλα η καθηγήτρια η φιλόλογος η μαθηματικός η γυμνάστρια |