Παθητική Φωνή/Passive Voice Type A (χάνομαι/be, get lost, πλένομαι/be washed, ντύνομαι/get dressed, ξεχνιέμαι/be forgotten)
ΟΡΙΣΤΙΚΗ/INDICATIVE
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ PRESENT | ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ IMPERFECT | ΑΟΡΙΣΤΟΣ SIMPLE PAST |
---|---|---|
χάν-ομαι | χαν-όμουν | χάθ-ηκα |
χάν-εσαι | χαν-όσουν | χάθ-ηκες |
χάν-εται | χαν-όταν | χάθ-ηκε |
χαν-όμαστε | χαν-όμασταν | χαθ-ήκαμε |
χαν-όσαστε/ χάν-εστε | χαν-όσασταν | χαθ-ήκατε |
χάν-ονται | χάν-ονταν | χάθ-ηκαν/ χαθ-ήκανε |
ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ FUTURE CONTINUOUS | ΣΤΙΓΜΙΑΙΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ SIMPLE FUTURE | ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ FUTURE PERFECT |
---|---|---|
θα χάνομαι | θα χαθ-ώ | θα έχω χαθεί |
θα χάνεσαι | θα χαθ-είς | θα έχεις χαθεί |
θα χάνεται | θα χαθ-εί | θα έχει χαθεί |
θα χανόμαστε | θα χαθ-ούμε | θα έχουμε χαθεί |
θα χανόσαστε/ χάνεστε | θα χαθ-είτε | θα έχετε χαθεί |
θα χάνονται(ε) | θα χαθ-ούν(ε) | θα έχουν χαθεί |
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ PRESENT PERFECT | ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ PAST PERFECT |
---|---|
έχω χαθεί | είχα χαθεί |
έχεις χαθεί | είχες χαθεί |
έχει χαθεί | είχε χαθεί |
έχουμε χαθεί | είχαμε χαθεί |
έχετε χαθεί | είχατε χαθεί |
έχουν(ε) χαθεί | είχαν(ε) χαθεί |
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ – SUBJUNCTIVE
ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΗ PRESENT | ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ PAST | ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΗ PERFECT |
---|---|---|
να χάνομαι | να χαθώ | να έχω χαθεί |
να χάνεσαι | να χαθείς | να έχεις χαθεί |
να χάνεται | να χαθεί | να έχει χαθεί |
να χανόμαστε | να χαθούμε | να έχουμε χαθεί |
να χανόσαστε χάνεστε | να χαθείτε | να έχετε χαθεί |
να χάνονται | να χαθούν(ε) | να έχουν χαθεί |
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ IMPERATIVE
ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΗ PRESENT | ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ PAST |
---|---|
– | χάσου |
– | χαθείτε |
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ PAST PARTICIPLE
χαμένος,-η,-ο |
ΟΡΙΣΤΙΚΗ/INDICATIVE
Ενεργητική Φωνή Active Voice | Παθητική Φωνή Passive Voice | |
---|---|---|
hear prosper,grow refer,mention glorify increase torture undress become write borrow trade appear embed with export | ακού-ω αναπτύσσ-ω αναφέρ-ω αποθεών-ω αυξάν-ω βασανίζ-ω γδύν-ω – γράφ-ω δανείζ-ω – εμφανίζ-ω εντάσσ-ω εξάγ-ω | ακούγ-ομαι αναπτύσσ-ομαι αναφέρ-ομαι αποθεών-ομαι αυξάν-ομαι βασανίζ-ομαι γδύν-ομαι γίνομαι γράφ-ομαι δανείζ-ομαι εμπορεύομαι εμφανίζ-ομαι εντάσσ-ομαι εξάγ-ομαι |
dress wash shave brush lie down get up, elevate wipe drink swallow hide think arrange,assort present describe offend collide | ντύν-ω πλέν-ω ξυρίζ-ω χτενίζ-ω ξαπλών-ω σηκών-ω σκουπίζ-ω πίν-ω καταπίν-ω κρύβ-ω – κατατάσσ-ω παρουσιάζ-ω περιγράφ-ω προσβάλλ-ω συγκρού-ω | ντύν-ομαι πλέν-ομαι ξυρίζ-ομαι χτενίζ-ομαι – σηκών-ομαι σκουπίζ-ομαι πίν-ομαι καταπίν-ομαι κρύβ-ομαι σκέφτ-ομαι κατατάσσ-ομαι παρουσιάζ-ομαι περιγράφ-ομαι προσβάλλ-ομαι συγκρού-ομαι |
ΟΡΙΣΤΙΚΗ/INDICATIVE
Ρήματα Ενεστώτας | Verbs Present |
---|---|
ντύν-ομαι πλέν-ομαι ξυρίζ-ομαι χτενίζ-ομαι – σηκών-ομαι σκουπίζ-ομαι πίν-ομαι καταπίν-ομαι κρύβ-ομαι σκέφτ-ομαι κατατάσσ-ομαι παρουσιάζ-ομαι περιγράφ-ομαι προσβάλλ-ομαι συγκρού-ομαι | ντύθηκα πλύθηκα ξυρίστηκα χτενίστηκα – σηκώθηκα σκουπίστηκα – – κρύφτηκα σκέφτηκα κατατάχθηκα παρουσιάστηκα περιγράφθηκα προσβλήθηκα συγκρούστηκα |
Tenses/Indicative Χρόνοι/ Οριστική | ντύνομαι to get dressed |
Eνεστώτας Present Παρατατικός Imperfect (Past Cont.) Αόριστος Simple Past Εξακολουθητικός μέλλοντας Future Continuous Συνοπτικός μέλλοντας Simple Future Παρακείμενος Present Perfect Υπερσυντέλικος Past Perfect Συντελεσμένος μέλλοντας Future Perfect | ντύνομαι ντυνόμουν(α) ντύθηκα θα ντύνομαι θα ντυθώ έχω ντυθεί είχα ντυθεί θα έχω ντυθεί |
Tenses/Indicative Χρόνοι/ Οριστική | πλένομαι to be washed |
Eνεστώτας Present Παρατατικός Imperfect (Past Cont.) Αόριστος Simple Past Εξακολουθητικός μέλλοντας Future Continuous Συνοπτικός μέλλοντας Simple Future Παρακείμενος Present Perfect Υπερσυντέλικος Past Perfect Συντελεσμένος μέλλοντας Future Perfect | πλένομαι πλενόμουν(α) πλύθηκα θα πλένομαι θα πλυθώ έχω πλυθεί είχα πλυθεί θα έχω πλυθεί |
Tenses/Indicative Χρόνοι/ Οριστική | ξεχνιέμαι to be forgotten |
Eνεστώτας Present Παρατατικός Imperfect (Past Cont.) Αόριστος Simple Past Εξακολουθητικός μέλλοντας Future Continuous Συνοπτικός μέλλοντας Simple Future Παρακείμενος Present Perfect Υπερσυντέλικος Past Perfect Συντελεσμένος μέλλοντας Future Perfect | ξεχνιέμαι ξεχνιόμουν(α) ξεχάστηκα θα ξεχνιέμαι θα ξεχαστώ έχω ξεχαστεί είχα ξεχαστεί θα έχω ξεχαστεί |
Tenses/Indicative Χρόνοι/ Οριστική | χτίζομαι to be built |
Eνεστώτας Present Παρατατικός Imperfect (Past Cont.) Αόριστος Simple Past Εξακολουθητικός μέλλοντας Future Continuous Συνοπτικός μέλλοντας Simple Future Παρακείμενος Present Perfect Υπερσυντέλικος Past Perfect Συντελεσμένος μέλλοντας Future Perfect | χτίζομαι χτιζόμουν(α) χτίστηκα θα χτίζομαι θα χτιστώ έχω χτιστεί είχα χτιστεί θα έχω χτιστεί |
Tenses/Indicative Χρόνοι/ Οριστική | γίνομαι to become |
Eνεστώτας Present Παρατατικός Imperfect (Past Cont.) Αόριστος Simple Past Εξακολουθητικός μέλλοντας Future Continuous Συνοπτικός μέλλοντας Simple Future Παρακείμενος Present Perfect Υπερσυντέλικος Past Perfect Συντελεσμένος μέλλοντας Future Perfect | γίνομαι γινόμουν(α) έγινα θα γίνομαι θα γίνω έχω γίνει είχα γίνει θα έχω γίνει |