Τo know, to be familiar with, to be aware of, Αιτιατική, Αccusative
Ξέρω/Γνωρίζω τη Μαρία. Ξέρεις/Γνωρίζεις την Άννα Ξέρει/Γνωρίζει τον Αλέκο. Ξέρουμε/Γνωρίζουμε τον Θανάση. Ξέρετε/Γνωρίζετε τους κανόνες της τάξης. Ξέρουν(ε)/Γνωρίζουν(ε) τις συνήθειές μας. | I know Maria. You know Anna. He/She knows Aleko. We know Thanasi. You are familiar with the classroom rules. They are familiar with our habits. |
η Μαρία-τη Μαρία η Άννα-την Άννα ο Αλέκος-τον Αλέκο ο Θανάσης-τον Θανάση | ο κανόνας-τον κανόνα οι κανόνες-τους κανόνες η συνήθεια-τη συνήθεια οι συνήθειες-τις συνήθειες |
ρήμα + άρθρο + ουσιαστικό σε αιτιατική (αντικείμενο) | verb + article + noun in accusative (object) |