Work, habits and body in the UK
Εργασία, συνήθειες και σώμα Κατά μέσο όρο, οι γυναίκες που δουλεύουν / εργάζονται πλήρες ωράριο στο Ηνωμένο Βασίλειο, παίρνουν πεντακόσια ογδόντα ευρώ την εβδομάδα. Οι άντρες παίρνουν επτακόσια ενενήντα την εβδομάδα. Οι άντρες εργάζονται σαράντα ώρες την εβδομάδα και ξοδεύουν 170 ευρώ στον ελεύθερο χρόνο τους (σε χόμπι και δώρα). Επτά φορές τον χρόνο οι Βρετανοί αγοράζουν δώρα στους / στις συντρόφους τους μετά από μία διαφωνία / από έναν καβγά. Οι άντρες που καπνίζουν κάνουν 104 (εκατόν τέσσερα) τσιγάρα την εβδομάδα, δεκαπέντε περισσότερα από τις γυναίκες. Επίσης, δεν είναι έκπληξη, οι άντρες γενικά τρώνε περισσότερο, ο μέσος άντρας θα φάει είκοσι επτά χιλιάδες διακόσια κιλά φαγητό σε όλη του τη ζωή, το βάρος περισσότερο από 6 ελέφαντες. Και μόνο το τριάντα έξι τοις εκατό των ανδρών ανησυχούν για το βάρος τους. Από την άλλη πλευρά, στο ενενήντα τοις εκατό των γυναικών δεν αρέσει το σώμα τους και προσπαθούν να κάνουν δίαιτα έξι φορές στη ζωή τους. |
η εργασία = η δουλειά work το πλήρες ωράριο # το μειωμένο ωράριο full time # part time κερδίζουν / βγάζουν / παίρνουν earn πόσα λεφτά βγάζεις, κερδίζεις, παίρνεις την εβδομάδα / κάθε εβδομάδα per week εργάζονται = δουλεύουν they work σε όλη του τη ζωή = κατά τη διάρκεια της ζωής του in his lifetime |
On average, women who work full-time in the UK earn 580€ per week. Men earn 790€ per week. Men work for forty hours a week and spend 170€ on leisure (hobbies and presents). Seven times a year, British men buy presents for their partners after an argument! Men who smoke have 100 cigarettes a week, fifteen more than women. Also, not surprisingly, men generally eat more – the average man will eat 27,200 kilograms of food during his lifetime – the weight of more than six elephnants. And only 36% of men worry about their body. On the other hand, 90% of women don’t like their body, and try try to diet six times in their life. |
INDICATIVE | INDICATIVE | INDICATIVE |
εργάζομαι | εργαζόμουν | εργάστηκα |
θα εργάζομαι | θα εργαστώ | |
έχω εργαστεί | είχα εργαστεί | θα έχω εργαστεί |
SUBJUNCTIVE | SUBJUNCTIVE | |
να εργάζομαι | να εργαστώ | |
να έχω εργαστεί | ||
IMPERATIVE | IMPERATIVE | |
– | εργάζεστε | |
εργάσου | εργαστείτε | |
PAST PARTICIPLE | ||
εργαζόμενος, -η, -ο |