
Γιατί σιώπησα…Why I remained silent…
-Τόσα χρόνια γιατί δε μίλησες; | Why didn’t you say anything all these years? |
-Δε σε πιστεύω. | I don’t believe you. |
-Τι φορούσες; | What were you wearing? |
-Υπερβάλλεις. | You are over exaggerating. |
-Είχες πιεί; | Were you drunk? |
-Έχεις αποδείξεις; | Do you have any proof? |
-Αντιστάθηκες; Φώναξες; | Did you resist? Did you shout? |
-Αποκλείεται αυτός. | No way it was him. |
-Άντρας είναι, τι να ‘κανε; | Boys will be boys. |
-Εσύ τον προκάλεσες. | You led him on. |
wear Type B1 | Οριστική/Indicative |
---|---|
φοράω, -ώ | Present Ενεστώτας |
φορούσα | Imperfect Παρατατικός |
φόρεσα | Simple Past Αόριστος |
θα φοράω, -ώ | Future Continuous Εξακολουθητικός Μέλλοντας |
θα φορέσω | Simple Future Συνοπτικός Μέλλοντας |
έχω φορέσει | Present Perfect Παρακείμενος |
είχα φορέσει | Past Perfect Υπερσυντέλικος |
θα έχω φορέσει | Future Perfect Συντελεσμένος Μέλλοντας |
φορώντας | Present Particple Ενεργητική Μετοχή |
believe Type A | Οριστική/Indicative |
---|---|
πιστεύω | Present Ενεστώτας |
πίστευα | Imperfect Παρατατικός |
πίστεψα | Simple Past Αόριστος |
θα πιστεύω | Future Continuous Εξακολουθητικός Μέλλοντας |
θα πιστέψω | Simple Future Συνοπτικός Μέλλοντας |
έχω πιστέψει | Present Perfect Παρακείμενος |
είχα πιστέψει | Past Perfect Υπερσυντέλικος |
θα έχω πιστέψει | Future Perfect Συντελεσμένος Μέλλοντας |
πιστεύοντας | Present Particple Ενεργητική Μετοχή |
shout Type A | Οριστική/Indicative |
---|---|
φωνάζω | Present Ενεστώτας |
φώναζα | Imperfect Παρατατικός |
φώναξα | Simple Past Αόριστος |
θα φωνάζω | Future Continuous Εξακολουθητικός Μέλλοντας |
θα φωνάξω | Simple Future Συνοπτικός Μέλλοντας |
έχω φωνάξει | Present Perfect Παρακείμενος |
είχα φωνάξει | Past Perfect Υπερσυντέλικος |
θα έχω φωνάξει | Future Perfect Συντελεσμένος Μέλλοντας |
φωνάζοντας | Present Particple Ενεργητική Μετοχή |
lead on Type B2 | Οριστική/Indicative |
---|---|
προκαλώ | Present Ενεστώτας |
προκαλούσα | Imperfect Παρατατικός |
προκάλεσα | Simple Past Αόριστος |
θα προκαλώ | Future Continuous Εξακολουθητικός Μέλλοντας |
θα προκαλέσω | Simple Future Συνοπτικός Μέλλοντας |
έχω προκαλέσει | Present Perfect Παρακείμενος |
είχα προκαλέσει | Past Perfect Υπερσυντέλικος |
θα έχω προκαλέσει | Future Perfect Συντελεσμένος Μέλλοντας |
προκαλώντας | Present Particple Ενεργητική Μετοχή |