Τα μέρη του σώματος
Ενικός Αριθμός Singular | Πληθυντικός Αριθμός Plural | |
---|---|---|
leg ear nose eye foot mouth hand arm | το πόδι το αυτί η μύτη το μάτι το πόδι το στόμα το χέρι το μπράτσο | τα πόδια τα αυτιά οι μύτες τα μάτια τα πόδια τα στόματα τα χέρια τα μπράτσα |
Χτύπησε το μπράτσο του/το χέρι του παίζοντας ποδόσφαιρο. He hurt his arm playing football. | ||
Το πόδι μου πονάει μετά τον αγώνα. My leg/foot is hurting after the race. |
body | Ενικός Αριθμός | Πληθυντικός Αριθμός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική Nominative | το | σώμα | τα | σώματα |
Γενική Genitive | του | σώματος | των | σωμάτων |
Αιτιατική Accusative | το | σώμα | τα | σώματα |
Κλητική Vocative | – | σώμα | – | σώματα |
eye | Ενικός Αριθμός | Πληθυντικός Αριθμός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική Nominative | το | μάτι | τα | μάτια |
Γενική Genitive | του | ματιού | των | ματιών |
Αιτιατική Accusative | το | μάτι | τα | μάτια |
Κλητική Vocative | – | μάτι | – | μάτια |
arm | Ενικός Αριθμός | Πληθυντικός Αριθμός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική Nominative | το | μπράτσο | τα | μπράτσα |
Γενική Genitive | του | μπράτσου | των | μπράτσων |
Αιτιατική Accusative | το | μπράτσο | τα | μπράτσα |
Κλητική Vocative | – | μπράτσο | – | μπράτσα |
part | Ενικός Αριθμός | Πληθυντικός Αριθμός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική Nominative | το | μέρος | τα | μέρη |
Γενική Genitive | του | μέρους | των | μερών |
Αιτιατική Accusative | το | μέρος | τα | μέρη |
Κλητική Vocative | – | μέρος | – | μέρη |