Δε χρειάζεται. Δεν είναι ανάγκη. Δεν έχω ανάγκη.
Δε χρειάζεται. Δεν είναι ανάγκη. + να Δεν έχω ανάγκη. | No need. Ιt isn’t necessary. Τhere is no need. Ι don’t need. |
Δε χρειάζεται να έρθεις. | You don’t need to come. |
Δε χρειάζεται να πας εκεί. | You don’t need to go there. |
Δεν είναι ανάγκη να έρθεις. | It is not necessary for you to come. |
Δεν είναι ανάγκη να πας εκεί. | There is no need to go there. |
Δεν έχω ανάγκη τα λεφτά σου. | I don’t need your money. |
Δεν έχεις ανάγκη την έγκρισή μου. | You don’t need my permission. |
Δε χρειάζεται να πληρώσεις για εισιτήριο. | You don’t need to pay for a ticket. |
Δεν είναι ανάγκη να φας κρέας αν δεν θέλεις. | There is no need to eat meat, if you don’t want to. |
Δεν είναι ανάγκη να με ξανατηλεφωνήσεις. | There is no need to call me again. |
Δε χρειάζεται να τον ακούς. | You don’t need to listen to him. |
Χρειάζομαι λεφτά. Έχω ανάγκη από λεφτά. | I need money. |
Χρειάζομαι ξεκούραση. Έχω ανάγκη από ξεκούραση. | I need to rest. |
Χρειάζομαι διακοπές. Έχω ανάγκη από διακοπές. | I need vacation. |
Σε χρειάζομαι. | I need you. |
Πρέπει να αγοράσω ζάχαρη. |
I must/have to buy sugar. |
Indicative Present, Subjunctive Present, Subjunctive Past |
---|
to come έρχομαι, να έρχομαι, να έρθω to go πηγαίνω, να πηγαίνω, να πάω to pay πληρώνω, να πληρώνω, να πληρώσω to eat τρώω, να τρώω, να φάω to worry ανησυχώ, να ανησυχώ, να ανησυχήσω to call τηλεφωνώ, να τηλεφωνώ, να τηλεφωνήσω to listen ακούω, να ακούω, να ακούσω |
χρειάζομαι – Χρόνοι – need – Tenses |
---|
χρειάζομαι, χρειαζόμουν, χρειάστηκα, θα χρειάζομαι, θα χρειαστώ, έχω χρειαστεί, είχα χρειαστεί, θα έχω χρειαστεί |
χρειάζεται, χρειαζόταν, χρειάστηκε, θα χρειάζεται, θα χρειαστεί, έχει χρειαστεί, είχε χρειαστεί, θα έχει χρειαστεί |