
Πηγαίνω / πάω – Χρόνοι / Tenses
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ PRESENT (SIMPLE/CONT.) | ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ FUTURE CONTINUOUS | ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ SIMPLE FUTURE | |
---|---|---|---|
go go see be do come back read sing travel eat play write buy clean cook | πηγαίνω πάω βλέπω είμαι κάνω γυρίζω διαβάζω τραγουδάω ταξιδεύω τρώω παίζω γράφω αγοράζω καθαρίζω μαγειρεύω | θα πηγαίνω θα πάω θα βλέπω θα είμαι θα κάνω θα γυρίζω θα διαβάζω θα τραγουδάω θα ταξιδεύω θα τρώω θα παίζω θα γράφω θα αγοράζω θα καθαρίζω θα μαγειρεύω | θα πάω θα πάω θα δω θα είμαι θα κάνω θα γυρίσω θα διαβάσω θα τραγουδήσω θα ταξιδέψω θα φάω θα παίξω θα γράψω θα αγοράσω θα καθαρίσω θα μαγειρέψω |
Οριστική – Indicative
πηγαίνω πάω | πήγαινα | πήγα | έχω πάει | είχα πάει |
θα πηγαίνω | θα πάω | θα έχω πάει |
πηγαίνω πάω | πήγα | έχω πάει |
go | went | have gone |
Υποτακτική – Subjunctive
να πηγαίνω | να πάω | να έχω πάει |
Present Εξακολουθητική | Past Συνοπτική | Perfect Συντελεσμένη |
Άκλιτη Μετοχή – Present Participle
πηγαίνοντας |
going |
πηγαίνω, πηγαίνεις, πηγαίνει, πηγαίνουμε, πηγαίνετε, πηγαίνουν(ε) πάω, πας, πάει, πάμε, πάτε, πάνε |
πήγαινα, πήγαινες, πήγαινε, πηγαίναμε, πηγαίνατε, πήγαιναν(πηγαίνανε) |
πήγα, πήγες, πήγε, πήγαμε, πήγατε, πήγαν |
θα πηγαίνω > θα + ενεστώτας πηγαίνω |
θα πάω > θα + ενεστώτας πάω |
έχω πάει, έχεις πάει, έχει πάει, έχουμε πάει, έχετε πάει, έχουν πάει |
είχα πάει, είχες πάει, είχε πάει, είχαμε πάει, είχατε πάει, είχαν πάει |
θα έχω πάει, θα έχεις πάει, θα έχει πάει, θα έχουμε πάει, θα έχετε πάει, θα έχουν πάει |
Κάθε μέρα πηγαίνω στη δουλειά. Πηγαίνω καλοκαιρινές διακοπές κάθε χρόνο. | I go to work every day. I go to summer vacation every year. |
Καλύτερα να πηγαίνεις. | You’d better go. |
Πώς τα πας; | How are you getting on? |
Το τρένο πήγαινε με τη μέγιστη ταχύτητα. | The train was going at top speed. |
Θα με πας στον σταθμό λεωφορείων; | Will you take me to the bus station? |
Αυτό το φόρεμα σου πάει / πηγαίνει πολύ. | That dress really suits you. |
Τα παπούτσια πηγαίνουν με τη ζώνη. | The shoes match the belt. |